- χελωνοφάγος
- -α, -ο / χελωνοφάγος, -ον, ΝΑαυτός που τρώει κρέας χελώναςαρχ.1. το αρσ. ως ουσ. οἱ Χελωνοφάγοιονομασία λαών τής ανατολικής Αφρικής που κατοικούσαν στην αιθιοπική ακτή και τρέφονταν, κατά την παράδοση, με χελώνες2. (κατά τον Ησύχ.) «χελωνοφάγοιἀετοί τινες».[ΕΤΥΜΟΛ. < χελώνη + -φάγος*].
Dictionary of Greek. 2013.