χελωνοφάγος

χελωνοφάγος
-α, -ο / χελωνοφάγος, -ον, ΝΑ
αυτός που τρώει κρέας χελώνας
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. οἱ Χελωνοφάγοι
ονομασία λαών τής ανατολικής Αφρικής που κατοικούσαν στην αιθιοπική ακτή και τρέφονταν, κατά την παράδοση, με χελώνες
2. (κατά τον Ησύχ.) «χελωνοφάγοι
ἀετοί τινες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χελώνη + -φάγος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χελωνοφάγος — ο αυτός που τρώει χελώνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χελωνοφάγοι — χελωνοφάγος eating tortoises masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χελωνοφάγων — χελωνοφάγος eating tortoises masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φάγος — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῑν). Τα σύνθετα σε φάγος ανήκουν ως επί το πλείστον στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθέτων,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”